αμαξοποιία

αμαξοποιία
η
η τέχνη του αμαξοποιού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αμαξοποιία — η [αμαξοποιός] κατασκευή αμαξών, η τέχνη τού αμαξοποιού …   Dictionary of Greek

  • αμαξοπηγία — η (Α ἁμαξοπηγία) [ἁμαξοπηγός] η αμαξοποιία* …   Dictionary of Greek

  • αμαξοπηγικός — ή, ό [αμαξοπηγός] 1. ο σχετικός με την αμαξοπηγία ή τον αμαξοπηγό 2. το θηλ. ως ουσ. η αμαξοπηγική (ενν. τέχνη) η τέχνη τού αμαξοπηγού, η αμαξοποιία …   Dictionary of Greek

  • αμαξοποιός — ο κατασκευαστής αμαξών, αμαξοπηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < άμαξα + ποιός < ποιώ. ΠΑΡ. νεοελλ. αμαξοποιείο, αμαξοποιία] …   Dictionary of Greek

  • αμαξουργία — η (Α ἁμαξουργία) [αμαξουργός] η αμαξοποιία* …   Dictionary of Greek

  • μουριά — Φυλλοβόλο δέντρο του γένους μορέα της οικογένειας των μορεϊδών (δικοτυλήδονα). Στην Ελλάδα τη μετέφεραν από την Κίνα, μαζί με αβγά μεταξοσκώληκα, Έλληνες μοναχοί, κατά την περίοδο της αυτοκρατορίας του Ιουστινιανού. Έκτοτε εγκλιματίστηκε και… …   Dictionary of Greek

  • αμαξουργία — η η αμαξοποιία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”